γράμματ'

γράμματ'
γράμματα , γράμμα
that which is drawn
neut nom/voc/acc pl
γράμματι , γράμμα
that which is drawn
neut dat sg
γράμματε , γράμμα
that which is drawn
neut nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αθροιστικός — Αυτός που έχει σχέση με την άθροιση. (Γραμμ.) Αθροιστικά ή περιληπτικά ονόματα. Αυτά που στον ενικό αριθμό έχουν περιληπτική σημασία π.χ. η βουλή (αντί οι βουλευτές), ο στρατός (αντί οι στρατιώτες), η πόλη (αντί οι πολίτες) κλπ. αθροιστικές ή… …   Dictionary of Greek

  • ζα — (I) ζά (Α) (αιολ. τ. τής πρόθ. διά) 1. σπάνια χρησιμοποιείται ως πρόθ. (α. «ζὰ τὰν σὰν ἰδέαν», Θεόκρ. β. «ζὰ νυκτός», Ιω. Γραμματ.) 2. συνηθέστερα ως α συνθετ. στα αιολ. σύνθετα ζαβάλλω, ζάβατος, ζάδηλος κ.λπ. αντί διαβάλλω, διάβατος, διάδηλος… …   Dictionary of Greek

  • θυριδεύς — θυριδεύς, ὁ (Α) επιγρ. το πλαίσιο τής θυρίδας, δηλ. τού παραθύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυρίς, ίδος, υποκορ. τού θύρα + κατάλ. εύς, πρβλ. γραμματ εύς, ιππ εύς] …   Dictionary of Greek

  • κορυνθεύς — κορυνθεύς, έως, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) α) «κόφινος, κάλαθος» β. «ἀλεκτρυών», πετεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς, υθ ος + κατάλ. εύς (πρβλ. γραμματ εύς, γραφ εύς) με ανάπτυξη έρρινου στοιχείου ν προ τού θ , όπως ακριβώς και το κόρυνθος] …   Dictionary of Greek

  • πραγματίδιον — τὸ, Α 1. υποκορ. τού πράγμα 2. συν. στον πληθ. τὰ πραγματίδια μικρή, ευτελής περιουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶγμα, ατος + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. γραμματ ίδιον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”